- χιονό-χρως
χιονό-χρως, ωτος, u. οος, mit schneeweißer Haut, Eur. Hel. 216, übh. schneeweiß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονό-χρως, ωτος, u. οος, mit schneeweißer Haut, Eur. Hel. 216, übh. schneeweiß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιόχρους — ου και οος, οον αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. υαλό χρους, χιονό χρους] … Dictionary of Greek
κανελόχρους — και κανελλόχρους, ουν κανελής, κανελόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανέλα + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. μελάγ χρους, χιονό χρους] … Dictionary of Greek
κηρόχρους — ουν (Α κηρόχρως, ωτος, ό, ἡ) αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικό χρους, χιονό χρους] … Dictionary of Greek