- χιονό-πεζα
χιονό-πεζα, ἡ, mit schneeweißen Füßen, Nonn. 22, 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονό-πεζα, ἡ, mit schneeweißen Füßen, Nonn. 22, 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] … Dictionary of Greek