χειρ-άμαξα

χειρ-άμαξα

χειρ-άμαξα, , Handwagen, Antyll. Oribas.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • κλινάμαξα — η είδος σιδηροδρομικού επιβατηγού οχήματος κατάλληλα διαρρυθμισμένου για κατάκλιση και ύπνο τών επιβατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + άμαξα (< ἅμαξα), πρβλ. βοϊδ άμαξα, χειρ άμαξα] …   Dictionary of Greek

  • χειράμαξα — η, ΝΜΑ μικρό φορτηγό καρότσι που κινείται με τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἅμαξα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”