- χειρ-άγρα
χειρ-άγρα, ἡ, die Lähmung der Hand durch die Gicht, die Handgicht, wie ποδάγρα gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ-άγρα, ἡ, die Lähmung der Hand durch die Gicht, die Handgicht, wie ποδάγρα gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… … Dictionary of Greek
ποδάγρα — Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου… … Dictionary of Greek
σιαγονάγρα — η, Ν ιατρ. παλαιός όρος για τον ρευματισμό τής άρθρωσης τής κάτω σιαγόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγών, όνος + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα, χειρ άγρα)] … Dictionary of Greek
χειράγρα — η, ΝΑ αρθρίτιδα τού άκρου χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre] … Dictionary of Greek