- χειρό-γραφος
χειρό-γραφος, mit der Hand geschrieben, handschriftlich, τὸ χειρόγραφον, = Vorigem; Sp., wie Pol. 30, 8,4, D Hal. 5, 8 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρό-γραφος, mit der Hand geschrieben, handschriftlich, τὸ χειρόγραφον, = Vorigem; Sp., wie Pol. 30, 8,4, D Hal. 5, 8 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
ημίγραφος — ἡμίγραφος, ον (Α) ο μισογραμμένος, ο γραμμένος κατά το ήμισυ ή εν μέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γραφος (< γράφω ή γραφή), πρβλ. αυτό γραφος, χειρό γραφος] … Dictionary of Greek
ιδιόγραφος — η, ο (ΑΜ ιδιόγραφος, ον) 1. αυτός που γράφηκε ιδιοχείρως από κάποιον, ο αυτόγραφος («ιδιόγραφη διαθήκη») 2. το ουδ. ως ουσ. το ιδιόγραφο(ν) το αυτόγραφο μσν. αρχ. 1. αυτός που γράφηκε ειδικά για κάποιον ή για κάτι («ψαλμός ἰδιόγραφος εἰς Δαυΐδ»,… … Dictionary of Greek
χρεώγραφο — και χρεόγραφο, το, Ν (νομ. οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή … Dictionary of Greek