- χειρόνως
χειρόνως, adv. von χείρων, schlechter, schlimmer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρόνως, adv. von χείρων, schlechter, schlimmer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρόνως — χείρων mcaner adverbial χειρόνως worse indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόνως — ΜΑ επίρρ. βλ. χείρων … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek