- χειρωτικός
χειρωτικός, zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρωτικός, zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρωτικός — ή, όν, Α [χειρῶ (II)] 1. ικανός στο να υποτάσσει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτική η τέχνη τής εξημέρωσης … Dictionary of Greek
χειρωτικόν — χειρωτικός apt at conquering masc acc sg χειρωτικός apt at conquering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτικοῦ — χειρωτικός apt at conquering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτικῆς — χειρωτικός apt at conquering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτικήν — χειρωτικός apt at conquering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)