- χειρωτός
χειρωτός, adj. verb. von χειρόω, überwältigt, zu überwältigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρωτός, adj. verb. von χειρόω, überwältigt, zu überwältigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρωτός — to be subdued masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτός — ή, όν, Α [χειρῶ (II)] (κατά τον Ησύχ.) «εὐάλωτος» … Dictionary of Greek
χειρωτόν — χειρωτός to be subdued masc acc sg χειρωτός to be subdued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτοί — χειρωτός to be subdued masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτοῦ — χειρωτός to be subdued masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχείρωτος — εὐχείρωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα 2. ευπειθής, υπάκουος 3. εύκολος, ευχερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. α χείρωτος, δυσ χείρωτος] … Dictionary of Greek