- χιόνινος
χιόνινος, = χιόνεος, v. l. vom Vorigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιόνινος, = χιόνεος, v. l. vom Vorigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιόνινος — η, ο / χιόνινος, ίνη, ον, ΝΜΑ χιονάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
χιόνινος — η, ο ο κατασκευασμένος από χιόνι, ο χιονένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιονίνων — χιόνινος snow white fem gen pl χιόνινος snow white masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνινον — χιόνινος snow white masc acc sg χιόνινος snow white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονένιος, -ια, -ιο — χιόνινος: Το χειμώνα με το χιόνι φτιάχνουμε χιονένιους ανθρώπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
χιονένιος — α, ο, Ν χιόνινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μεταξ ένιος)] … Dictionary of Greek