- χιτωνέα
χιτωνέα Ἄρτεμις, = Folgdm, Ath. XIV, 629 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιτωνέα Ἄρτεμις, = Folgdm, Ath. XIV, 629 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιτωνέα — ἡ, Α βλ. χιτώνη … Dictionary of Greek
Χιτώνη — και Χιτωνέα και Κιθώνη, ἡ, Α [χιτών] 1. προσωνυμία τής Αρτέμιδος, η οποία απεικονιζόταν σε κυνήγι φορώντας δωρικό χιτώνα 2. αττικός δήμος στους πρόποδες τής Πάρνηθος, όπου τελούσαν τα Χιτώνια προς τιμήν τής Αρτέμιδος Χιτωνίας … Dictionary of Greek