χερῄων, ον, gen. ονος, dor. statt χερείων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερήων — ῇον, Α βλ. χερείων … Dictionary of Greek
χερείων — ον, και δωρ. τ. χερήων, ήον, Α χείρων, χειρότερος (α. «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ», Ομ. Ιλ. «ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] … Dictionary of Greek