χερο-μυσής

χερο-μυσής

χερο-μυσής, ές, v. l. für χειρομυσής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεομυσής — θεομυσής, ές (Α) ο μιασμένος από αμάρτημα που έκανε προς τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυσής (< μύσος «ακαθαρσία, βδέλυγμα»), πρβλ. πρωτο μυσής, χερο μυσής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”