- χερνητικός
χερνητικός, dem Dürftigen od. dem Tagelöhner gehörig, τὸ χερνητικόν, die ärmste, um Tagelohn arbeitende Volksklasse, Arist. pol. 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερνητικός, dem Dürftigen od. dem Tagelöhner gehörig, τὸ χερνητικόν, die ärmste, um Tagelohn arbeitende Volksklasse, Arist. pol. 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερνητικός — ή, όν, Α [χερνής / χερνήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χερνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χερνητικόν η τάξη τού δήμου που εργαζόταν («τὸ χερνητικὸν καὶ τὸ μικρὰν ἔχον οὐσίαν ὥστε μὴ δύνασθαι σχολάζειν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
χερνητικόν — χερνητικός of masc acc sg χερνητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)