- χερμαστήρ
χερμαστήρ, ῆρος, ὁ, der Schleuderer, ῥινός, das Leder an der Schleuder, aus welchem die Steine geworfen werden, Antp. Sid. 105 (VII, 172).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερμαστήρ, ῆρος, ὁ, der Schleuderer, ῥινός, das Leder an der Schleuder, aus welchem die Steine geworfen werden, Antp. Sid. 105 (VII, 172).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερμαστήρ — slinger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαστήρ — ῆρος, ὁ, Α (για το λουρί τής σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάζω + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek
χερμαστῆρος — χερμαστήρ slinger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάτης — ὁ, Α χερμαστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμ άς + επίθημα ᾱτης / ήτης (πρβλ. πρῷρ άτης)] … Dictionary of Greek