- χερό-νιπτρον
χερό-νιπτρον, τό, = χειρόνιπτρον, Inscr. bei Böckh Ath. Staatshaush. II p. 262.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερό-νιπτρον, τό, = χειρόνιπτρον, Inscr. bei Böckh Ath. Staatshaush. II p. 262.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek