- χασματίας
χασματίας, ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χασματίας, ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χασματίας — χασματίᾱς , χασματίας which causes fissures in the earth masc acc pl χασματίᾱς , χασματίας which causes fissures in the earth masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασματίας — ο, ΝΜΑ είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος μσν. φρ. «δράκοντες χασματίαι» δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. στιγματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
χασματίαι — χασματίας which causes fissures in the earth masc nom/voc pl χασματίᾱͅ , χασματίας which causes fissures in the earth masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασματίαν — χασματίᾱν , χασματίας which causes fissures in the earth masc acc sg (attic epic doric aeolic) χασματίας which causes fissures in the earth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιζηματίας — ἱζηματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα τής γης, αλλ. χασματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. ιας*] … Dictionary of Greek
χασματικός — ὁ, Α [χάσμα, ατος] ο χασματίας … Dictionary of Greek