- χασματικός
χασματικός, ὁ, σεισμός, nach Andern πρηστήρ, eine Erderschütterung, die große Schlünde hervorbringt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χασματικός, ὁ, σεισμός, nach Andern πρηστήρ, eine Erderschütterung, die große Schlünde hervorbringt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χασματικός — ὁ, Α [χάσμα, ατος] ο χασματίας … Dictionary of Greek
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek