- χασμός
χασμός, ὁ, = χάσμη, Hippocr., l. d. statt σχασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χασμός, ὁ, = χάσμη, Hippocr., l. d. statt σχασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χασμός — ὁ, Μ χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω + κατάλ. μός (πρβλ. φραγ μός)] … Dictionary of Greek
χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι … Dictionary of Greek