χασμωδία

χασμωδία

χασμωδία, , immerwährendes, beständiges Gähnen, Schläfrigkeit, Trägheit, Plut. – Bei den Gramm. der Hiatus, auch ein Vers voller Hiatus, wo Einige χασμῳδία schreiben wollen, s. χασμωδέω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χασμωδία — χασμωδίᾱ , χασμωδία hiatus fem nom/voc/acc dual χασμωδίᾱ , χασμωδία hiatus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χασμωδία — η, ΝΜ [χασμώδης] γραμμ. κακόηχη συνάντηση φωνηέντων σε επάλληλες συλλαβές στο μέσον λέξης ή σε συνεκφορά, που δυσχεραίνει τη γοργή και απρόσκοπτη ροή τού λόγου νεοελλ. μτφ. κενό, διακοπή τής συνέχειας ή τής ροής, κυρίως κατά την εκτέλεση μουσικού …   Dictionary of Greek

  • χασμωδία — η 1. η κακόηχη συνάντηση φωνηέντων είτε μέσα στην ίδια τη λέξη είτε σε συνεκφορά. 2. δυσαρμονία ήχων κατά την εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου, παραφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασμωδίας — χασμωδίᾱς , χασμωδία hiatus fem acc pl χασμωδίᾱς , χασμωδία hiatus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χασμωδίαν — χασμωδίᾱν , χασμωδία hiatus fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • casmodia — (del gr. «chasmōdía») f. Med. Afección consistente en *bostezar mucho. ⇒ *Enfermedad. * * * casmodia. (Del gr. χασμωδία, bostezo frecuente). f. Med. Enfermedad o fenómeno morboso que consiste en bostezar con excesiva frecuencia por afección… …   Enciclopedia Universal

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αχάσμητος — ἀχάσμητος, ον (Μ) [χάσμησις] ο χωρίς χασμωδία …   Dictionary of Greek

  • γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος …   Dictionary of Greek

  • δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… …   Dictionary of Greek

  • δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”