Χαράκωμα — palisaded enclosure fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκωμα — palisaded enclosure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… … Dictionary of Greek
χαράκωμα — το, ατος 1. τόπος φραγμένος με παλούκια. 2. οχύρωμα πρόχειρο αμυντικό. 3. ρίγωμα, η χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια με το χάρακα. 4. χαραγή αμπελιού. 5. τάφρος κατάλληλα φτιαγμένη για τη βολή των όπλων του πεζικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπούρι — Χαράκωμα, αμυντικό προπέτασμα, οχύρωμα. Ο όρος προέρχεται από τουρκική λέξη. Τα τ. χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες του 1821 για άμυνα. Ήταν βασικά σωροί από πέτρες, βράχοι ή απότομα υψώματα του εδάφους. * * * το, Ν 1.… … Dictionary of Greek
χαρακωμάτων — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώμασι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώμασιν — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώματα — χαράκωμα palisaded enclosure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώματι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώματος — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)