χαράκωμα

χαράκωμα

χαράκωμα, τό, ein umpfählter, verpallisadirter, befestigter Ort, bes. ein festes Lager; Xen. Hell. 5, 4,38 An. 5, 2,26; χαράκωμα βαλόμενος Dem. 18, 87; Wall, Pol. 9, 3,2 u. Sp. – Auch die Pallisade, wie χάραξ, Poll.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χαράκωμα — palisaded enclosure fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράκωμα — palisaded enclosure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… …   Dictionary of Greek

  • χαράκωμα — το, ατος 1. τόπος φραγμένος με παλούκια. 2. οχύρωμα πρόχειρο αμυντικό. 3. ρίγωμα, η χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια με το χάρακα. 4. χαραγή αμπελιού. 5. τάφρος κατάλληλα φτιαγμένη για τη βολή των όπλων του πεζικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμπούρι — Χαράκωμα, αμυντικό προπέτασμα, οχύρωμα. Ο όρος προέρχεται από τουρκική λέξη. Τα τ. χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες του 1821 για άμυνα. Ήταν βασικά σωροί από πέτρες, βράχοι ή απότομα υψώματα του εδάφους. * * * το, Ν 1.… …   Dictionary of Greek

  • χαρακωμάτων — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώμασι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώμασιν — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώματα — χαράκωμα palisaded enclosure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώματι — χαράκωμα palisaded enclosure neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώματος — χαράκωμα palisaded enclosure neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”