χαραγμή

χαραγμή

χαραγμή, ἡ, = χαραγή, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαραγμή — και δ. γρφ. χαρακμή, ἡ, ΜΑ 1. καρβέλι, ψωμί 2. αγωγός νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ χαραγ / χαρακ τού χαράσσω* + κατάλ. μή (πρβλ. ῥωγ μή)] …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • χαρακμή — ἡ, ΜΑ βλ. χαραγμή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”