χαρακτήριον

χαρακτήριον

χαρακτήριον, τό, = χαρακτήρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρακτήριο — το / χαρακτήριον, ΝΑ εργαλείο χάραξης νεοελλ. ο χώρος όπου γίνονται εργασίες χάραξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρακ τού χαράσσω* + επίθημα τήριον (πρβλ. ταρακ τήριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”