- χαρακτήρισμα
χαρακτήρισμα, τό, = χαρακτήρ, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακτήρισμα, τό, = χαρακτήρ, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακτήρισμα — Proll. Hes. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτήρισμα — ίσματος, τὸ, Μ [χαρακτηρίζω] ιδιαίτερο ύφος λεκτικής έκφρασης ή, κατ άλλους, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek
χαρακτηρισμάτων — χαρακτήρισμα Proll. Hes. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηρίσματα — χαρακτήρισμα Proll. Hes. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)