χωμάτιον, τό, dim. von χῶμα, D. Hal. 1, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωμάτιο — το / χωμάτιον, ΝΑ [χῶμα, χώματος] νεοελλ. μικρό ανάχωμα που κατασκευάζεται στα άκρα τού δρόμου, κράσπεδο οδοστρώματος αρχ. χαμηλό ανάχωμα … Dictionary of Greek