χωνεῖον

χωνεῖον

χωνεῖον, τό, = χωνευτήριον. – Auch = χώνη, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χωνεῖον — funnel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνείον — τὸ, Α βλ. χωνί …   Dictionary of Greek

  • χωνεῖα — χωνεῖον funnel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνείου — χωνεῖον funnel neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωνείῳ — χωνεῖον funnel neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • χωνί — το / χωνίον, ΝΜΑ, και χουνί Ν, και χωνεῑον Α [χώνη] υποκορ. μικρή χοάνη για μετάγγιση υγρών νεοελλ. 1. καθετί που έχει το σχήμα τού παραπάνω αντικειμένου 2. κοίλο αντικείμενο σε σχήμα κώνου με στενό στόμιο που χρησιμεύει ως τηλεβόας 3. (στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”