- χωράσμιος
χωράσμιος, ὁ, der Landnachbar, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωράσμιος, ὁ, der Landnachbar, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωράσμιος — mature masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρασμίων — χωράσμιος mature fem gen pl χωράσμιος mature masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρασμίοις — χωράσμιος mature masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωράσμιοι — χωράσμιος mature masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)