χωριαμός

χωριαμός

χωριαμός, , = φωριαμός, Hesych., zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χωριαμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) κίστη*, κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. τού φωριαμός* «κιβώτιο, σεντούκι»] …   Dictionary of Greek

  • φωριαμός — ἡ, Α (ποιητ. τ.) κιβώτιο για τη φύλαξη ρούχων, σεντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. φώρ* (< φέρω) «κλέφτης», φώριος «κλεμμένος», ενώ, κατά τις νεώτερες απόψεις, η λ. φωριαμός ανήκει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
https://greek2deu.de-academic.com/27562/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CF%8C%CF%82 Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”