- χρῡσήεις
χρῡσήεις, εσσα, εν, späte poet. Form statt χρύσεος, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσήεις, εσσα, εν, späte poet. Form statt χρύσεος, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) χρυσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. πολεμ ήεις] … Dictionary of Greek
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek