- χρῡσεό-στολος
χρῡσεό-στολος, goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεό-στολος, goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσόστολος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσεόστολος Α μσν. αυτός που φορεί χρυσή στολή αρχ. (για ένδυμα) χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + στολος (< στολή), πρβλ. λευκό στολος] … Dictionary of Greek