- χρῡσεό-στολμος
χρῡσεό-στολμος, poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεό-στολμος, poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσεόστολμος — ον, Α (ποιητ. τ.) χρυσεόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + στολμός «στολή, ενδυμασία»] … Dictionary of Greek