- χρῡσό-λογχος
χρῡσό-λογχος, mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-λογχος, mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσόλογχος — θυρσόλογχος, ον (Α) 1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυρσόλογχος λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά λογχος, χρυσό λογχος] … Dictionary of Greek