- χρῡσό-λοφος
χρῡσό-λοφος, mit goldenem Helmbusche, mit goldener Kuppe, das fem. χρυσολόφᾱ hat Ar. Lys. 344, als Beiwort der Pallas.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-λοφος, mit goldenem Helmbusche, mit goldener Kuppe, das fem. χρυσολόφᾱ hat Ar. Lys. 344, als Beiwort der Pallas.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη … Dictionary of Greek
φοινικόλοφος — ον, ΜΑ αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό λοφος, χρυσό λοφος] … Dictionary of Greek
ξανθόλοφος — ξανθόλοφος, ον (Α) αυτός που έχει ξανθό λόφο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + λόφος «κεφαλή» (πρβλ. χρυσό λοφος)] … Dictionary of Greek
περισσόλοφος — ον, Α αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο λοφίο περικεφαλαίας («περισσόλοφος πήληξ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + λόφος (πρβλ. χρυσό λοφος)] … Dictionary of Greek
χαλκόλοφος — ον, Α πιθ. αυτός που έχει χάλκινο λοφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + λόφος (πρβλ. χρυσό λοφος)] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
χρυσόλοφος — ο / χρυσόλοφος, ον, ΝΑ, θηλ. και χρυσολόφα Α νεοελλ. ζωολ. γένος πτηνών με πολύχρωμα λοφία αρχ. 1. αυτός που έχει χρυσό λοφίο 2. (το θηλ. στον τ. χρυσολόφα) προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λόφος (< λόφος «λοφίο»), πρβλ. χαλκό… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βεργίνας — Ο Mουσειακός Xώρος της Βεργίνας δημιουργήθηκε για να προστατεύσει και να εκθέσει στο κοινό τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας του Μανώλη Ανδρόνικου στη Μεγάλη Τούμπα, το τμήμα του νεκροταφείου των Αιγών που περιείχε τους βασιλικούς… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Κυρήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Από αυτήν προέρχεται η ονομασία της πόλης της Λιβύης. Σύμφωνα με τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, ήταν κόρη του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα και έβοσκε τα κοπάδια του πατέρα της στα δάση του Πηλίου. Ο Απόλλων την είδε μια μέρα να… … Dictionary of Greek