- χρῡσ-ωρυχεῖον
χρῡσ-ωρυχεῖον, τό, Goldgrube, Goldbergwerk, Strab. 5, 1 a. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-ωρυχεῖον, τό, Goldgrube, Goldbergwerk, Strab. 5, 1 a. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκωρυχείο — το / χαλκωρυχεῖον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. χαλκορυχείο Ν, και χαλκωρύχιον Α ορυχείο, μεταλλείο χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρυχεῖον (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρυχεῖον] … Dictionary of Greek