- χρῡσ-ωπός
χρῡσ-ωπός, 1) mit goldenen Augen, goldenem Gesicht, goldfarbig; ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν Eur. El. 740; Plut. Sull. 6. – 2) ein Fisch, sonst χρύσοφρυς, Plut. sol. anim. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-ωπός, 1) mit goldenen Augen, goldenem Gesicht, goldfarbig; ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν Eur. El. 740; Plut. Sull. 6. – 2) ein Fisch, sonst χρύσοφρυς, Plut. sol. anim. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρρωπός — όν, Α αυτός που έχει πυρρόξανθη απόχρωση, κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός» + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. χρυσ ωπός] … Dictionary of Greek
χρυσώψ — ῶπος, ὁ, Α χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
νεώψ — νεώψ, ῶπος, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει νεανικό πρόσωπο, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ὤψ, ὠπός «ὄψη» (πρβλ. χρυσ ώψ)] … Dictionary of Greek