χρίπτω

χρίπτω

χρίπτω, = Vorigem (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρίπτω — Α (πιθ. γρφ.) βλ. χρίμπτω …   Dictionary of Greek

  • χρίμπτω — και πιθ. γρφ. χρίπτω Α 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) πλησιάζω 3. μέσ. χρίμπτομαι α) (με δοτ. και γεν.) έρχομαι κοντά, προσεγγίζω («νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος», Ευρ.) β) περνώ ξυστά, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”