- χρηματίας
χρηματίας, ὁ, der Vermögen hat, der Vermögende, Maneth. 4, 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρηματίας, ὁ, der Vermögen hat, der Vermögende, Maneth. 4, 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρηματίας — ὁ, Α ο κάτοχος πολλών χρημάτων, πλούσιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + κατάλ. ιας (πρβλ. πλασματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek