χρηματισμός

χρηματισμός

χρηματισμός, , 1) Besorgung, Betreibung eines Geschäfts, sowohl eines Handels-, als eines Staatsgeschäfts, Verwaltung öffentlicher Angelegenheiten, eines Staatsamtes, Berathschlagung, Audienzertheilung; αἱ ἐντεύξεις τῶν πρεσβειῶν καὶ οἱ χρηματισμοί Pol. 28, 14, 10, u. öfter, das Ertheilen einer Antwort, vgl. Ath. 549 d; auch Entscheiden od. Rechtsprechen, οἱ χρηματισμοί, schriftliche Verhandlungen, Dokumente, Aktenstücke, D. Sic. 14, 13. – 2) vom med., Beschäftigung, um Vermögen zu erwerben, Erwerb, Gewerbe, bes. Handel; ἰάτρευσις καὶ ὁ ἄλλος χρηματισμός Plat. Rep. II, 357 c; ἀμελήσας χρηματισμοῦ καὶ οἰκονομίας Apol. 36 b; Gewinn, Gewinnsucht, μήτ' αὖ χρηματισμὸν πολὺν διὰ βαναυσίας καὶ τόκων Legg. V, 743 d; πλὴν τὸν ἐκ τῆς γῆς χρηματισμόν XII, 949 e; Isocr. 3, 50; Dem. 21, 167 u. sonst; Pol. 6, 56, 1. – 3) bei Sp. Amtstitel, Name, D. L. 1, 48. – Vgl. χρηματίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρηματισμός — negotiation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… …   Dictionary of Greek

  • χρηματισμός — ο το να χρηματίζεται κανείς, το να παίρνει κανείς χρήματα με αθέμιτα μέσα, το να δωροδοκείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηματισμοῖς — χρηματισμός negotiation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμοί — χρηματισμός negotiation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμοῦ — χρηματισμός negotiation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμούς — χρηματισμός negotiation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμῶν — χρηματισμός negotiation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμῷ — χρηματισμός negotiation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμόν — χρηματισμός negotiation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”