χρηματιστής

χρηματιστής

χρηματιστής, , Einer der Geschäfte, bes. Handelsod. Geldgeschäfte treibt, ein betriebsamer Mensch, ein guter Wirth, der sich auf die Kunst zu erwerben, zu gewinnen wohl versteht; Plat. Gorg. 452 a Rep. IV, 434 a, δημιουργὸς ὢν ἤ τις ἄλλος χρηματιστὴς φύσει; auch mit φειδωλός vrbdn, VIII, 555 a; Xen. Oec. 2, 18; Arist. eth. 1, 5,7; dah. auch ein Wohlhabender, Vermögender.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρηματιστής — money getter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστής — ο, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων 2. (στην Αίγυπτο) δικαστής …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστής — ο 1. αυτός που κάνει χρηματιστηριακές εργασίες. 2. μεσίτης ή αντικριστής του χρηματιστηρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηματισταῖς — χρηματιστής money getter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισταί — χρηματιστής money getter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστοῦ — χρηματιστής money getter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστῇ — χρηματιστής money getter masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστήν — χρηματιστής money getter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστῶν — χρηματιστής money getter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστάς — χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc acc pl χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”