- χρεμέθω
χρεμέθω, = Folgdm; Bian. (IX, 295); Opp. C. 1, 234.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρεμέθω, = Folgdm; Bian. (IX, 295); Opp. C. 1, 234.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρεμέθω — Α χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρεμετίζω] … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
επιχρεμέθω — ἐπιχρεμέθω (Α) χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρεμέθω, παράλλ. τ. τού χρεμετίζω] … Dictionary of Greek