χρεμέτισμα

χρεμέτισμα

χρεμέτισμα, τό, das Gewieher; auch von Menschen, Macedon. (V, 245).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρεμέτισμα — neighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμέτισμα — ίσματος, το, ΝΑ [χρεμετίζω] χλιμίντρισμα …   Dictionary of Greek

  • χρεμέτισμα — το, ατος βλ. χρεμετισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεμετίσματα — χρεμέτισμα neighing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετίσματι — χρεμέτισμα neighing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετίσματος — χρεμέτισμα neighing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιφρυάσσομαι — ἀντιφρυάσσομαι (Α) 1. (για ίππους) ανταποδίδω χρεμέτισμα 2. μτφ. (για ανθρώπους) συμπεριφέρομαι αλαζονικά σε αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • εμβρίμημα — ἐμβρίμημα, το (AM) εκδήλωση οργής εναντίον κάποιου, αγανάκτηση μσν. χρεμέτισμα …   Dictionary of Greek

  • χρεμέτισις — ίσεως, ἡ, Μ [χρεμετίζω] χρεμέτισμα, χρεμετισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”