φῡκαρίζω

φῡκαρίζω

φῡκαρίζω, = φυκόω, Schol. Opp. Hal. 1, 127.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυκαρίζω — Α [φυκάριον] φυκῶ* …   Dictionary of Greek

  • φυκαρίζοντα — φυκαρίζω pres part act neut nom/voc/acc pl φυκαρίζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυκαρίζεσθαι — φυκαρίζω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”