- φῡκό-θριξ
φῡκό-θριξ, τριχος, mit Haaren wie Meergras, mit Meergras wie mit Haaren bewachsen, πέτρα Ath. IV, 135 b aus Matron.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡκό-θριξ, τριχος, mit Haaren wie Meergras, mit Meergras wie mit Haaren bewachsen, πέτρα Ath. IV, 135 b aus Matron.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυματόθριξ — και κυμόθριξ, άτριχος, ο 1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια 2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + θριξ… … Dictionary of Greek