- φῡσητικός
φῡσητικός, zum Blasen fähig, geschickt, gewöhnlich blasend, Arist. H. A. 8, 7; adv. φυσητικῶς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡσητικός, zum Blasen fähig, geschickt, gewöhnlich blasend, Arist. H. A. 8, 7; adv. φυσητικῶς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυσητικός — ή, ό / φυσητικός, ή, όν, ΝΑ [φυσῶ] νεοελλ. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φύσημα κάποιου οργάνου τού σώματος αρχ. (για τρόφιμα) αυτός που προκαλεί φύσημα, φούσκωμα στα έντερα … Dictionary of Greek
φυσητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φύσημα, που είναι του φυσήματος: Φυσητικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσητικά — φυσητικός causing flatulency neut nom/voc/acc pl φυσητικά̱ , φυσητικός causing flatulency fem nom/voc/acc dual φυσητικά̱ , φυσητικός causing flatulency fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητικόν — φυσητικός causing flatulency masc acc sg φυσητικός causing flatulency neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητικοῖς — φυσητικός causing flatulency masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητική — φυσητικός causing flatulency fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητικῶς — φυσητικός causing flatulency adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)