φῡσητός

φῡσητός

φῡσητός, adj. verb. von φυσάω, geblasen, aufgeblasen, τὸ φυσητόν, ein Fächer zum Anfachen des Feuers, Böckh Ath. Staatshaush. II p. 308.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυσητός — ή, ό / φυσητός, ή, όν, ΝΜΑ [φυσῶ] αυτός που έχει κατασκευαστεί με φύσημα (α. «φυσητό γυαλί» β. «ὕελος φυσητή», Ηρόδ. Ιατρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυσητόν αντικείμενο με το οποίο φυσούν τη φωτιά …   Dictionary of Greek

  • φυσητός — ή, ό αυτός που είναι κατεργασμένος με φύσημα, που μπορεί να κατασκευαστεί με φύσημα, που επιδέχεται φύσημα: Φυσητό γυαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσητῶν — φυσητής blower masc gen pl φυσητός blown fem gen pl φυσητός blown masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροφύσητος — και αγεροφύσητος, η, ο ο αεροφυσημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + *φυσητός < φυσώ] …   Dictionary of Greek

  • περιφύσητος — ον, Α αυτός που δέχεται ισχυρό φύσημα από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φυσητός (< φυσῶ)] …   Dictionary of Greek

  • φυσητάς — φυσητά̱ς , φυσητής blower masc acc pl φυσητά̱ς , φυσητής blower masc nom sg (epic doric aeolic) φυσητά̱ς , φυσητός blown fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσητήν — φυσητής blower masc acc sg (attic epic ionic) φυσητός blown fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”