- φαῖν-οψ
φαῖν-οψ, οπος, ὁ, ἡ, = φαινώψ, Maneth. 4, 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαῖν-οψ, οπος, ὁ, ἡ, = φαινώψ, Maneth. 4, 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαιν(ο)- — Ν χημ. πρόθημα το οποίο υποδηλώνει την παρουσία ενός βενζολικού δακτυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phen(o) (< φαίνω)] … Dictionary of Greek
φαῖν' — φαῖνε , φαίνω A ren. pres imperat act 2nd sg φαῖνε , φαίνω A ren. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Redoublement (linguistique) — Pour les articles homonymes, voir Redoublement. Presénce du redoublement dans les langues du monde[1] … Wikipédia en Français
Redoublement de mot — Redoublement (linguistique) Pour les articles homonymes, voir Redoublement. Le redoublement est un procédé morphologique permettant d exprimer, par la répétition complète ou partielle d un mot ou d un de ses morphèmes, un trait grammatical ou… … Wikipédia en Français
βολτ-αμπέρ — Μονάδα της φαινόμενης μέσης ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος, που συμβολίζεται με VA. Η φαινόμενη μέση ισχύς φαιν. ορίζεται ως το γινόμενο της ενεργούς έντασης του ρεύματος σε αμπέρ με την ενεργό τάση στους πόλους του κυκλώματος σε βολτ ( φαιν. =… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
οιφόλης — οἰφόλης, ὁ, θηλ. οἰφόλις (Α) άσεμνος, ακόλαστος, λάγνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴφω «συνευρίσκομαι με γυναίκα» + επίθημα όλη (πρβλ. μαιν όλης, φαιν όλης)] … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
χαλκίνδα — ἡ, Α 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο ανάμεσα στα δάχτυλά τους χάλκινο νόμισμα, το οποίο είχαν ρίξει ψηλά με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. χαλκισμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς… … Dictionary of Greek
όζολις — Η χώρα των αρχαίων Οζολών Λοκρών, γνωστή και με την ονομασία Δυτική ή Εσπερία Λοκρίς. Οι Οζόλες κατοικούσαν σε περιοχή που αρχίζει από την Κίρρα, επίνειο των Δελφών και φθάνει μέχρι τη Ναύπακτο. Η μεγαλύτερη πόλη τους ήταν η Άμφισσα, ενώ άλλες,… … Dictionary of Greek
-phany — fənē, ni noun combining form ( es) Etymology: Late Greek phania, phaneia, from Greek phainein to show more at fancy : appearance : manifestation pneumatophany Satanophan … Useful english dictionary