- φίλ-ηβος
φίλ-ηβος, die Jugend liebend, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-ηβος, die Jugend liebend, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίληβος — ον, Α αυτός που αγαπά την νεότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek