- φίλ-ανδρος
φίλ-ανδρος, 1) den Mann, den Gatten liebend; Luc. Halc. 8; Plut. Thes. 16 u. öfter. – 2) Männer liebend; Soph. frg. 356; γυναῖκες φίλανδροι καὶ μοιχεύτριαι Plat. Conv. 191 e; – auch πέδον, Aesch. Spt. 902.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-ανδρος, 1) den Mann, den Gatten liebend; Luc. Halc. 8; Plut. Thes. 16 u. öfter. – 2) Männer liebend; Soph. frg. 356; γυναῖκες φίλανδροι καὶ μοιχεύτριαι Plat. Conv. 191 e; – auch πέδον, Aesch. Spt. 902.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίανδρος — ἡμίανδρος, ό (AM) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άν ανδρος, φίλ ανδρος] … Dictionary of Greek
κακόανδρος — κακόανδρος, ον (Α) άνανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δείλ ανδρος, φίλ ανδρος] … Dictionary of Greek
χήρανδρος — ἡ, Α χήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. γύν ανδρος, φίλ ανδρος] … Dictionary of Greek
εύανδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Ερμή και της Θέτιδας. Η λατρεία του, που σχετιζόταν με τον Πάνα, είχε εντοπιστεί περισσότερο στο Παλλάντιο, τον τιμούσαν όμως και στην Τεγέα, στον Φενεό και στην Κυλλήνη. Ήρθε, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
θέανδρος — ο (AM θέανδρος) θεάνθρωπος, αυτός που έχει ενωμένες και τη θεία και την ανθρώπινη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ανδρος (< ανήρ). πρβλ. νέ ανδρος, φίλ ανδρος] … Dictionary of Greek
λείψανδρος — λείψανδρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού 2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. άν ανδρος, φίλ ανδρος] … Dictionary of Greek
μίσανδρος — η, ο (Α μίσανδρος, ον) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ ανδρος] … Dictionary of Greek
μόνανδρος — η, ο (ΑΜ μόνανδρος ον) νεοελλ. για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδρος η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο) * ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
φίλανδρος — η, ο / φίλανδρος, ον, ΝΜΑ (για γυναίκα) α) αυτή που αγαπά τον άνδρα της, τον σύζυγό της β) (με κακή σημ.) αυτή που τής αρέσουν πολύ οι άνδρες, ανδρομανής («γυναῑκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι», Πλάτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φίλανδρος ζωολ.… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia