- φίλ-αγρος
φίλ-αγρος, das Land, das Landleben liebend, Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-αγρος, das Land, das Landleben liebend, Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύαγρος — εὔαγρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι τυχερός στο κυνήγι 2. αυτός που παρέχει καλό κυνήγι, καλή άγρα 3. επίθ. τού Πανός 4. επίθ. τού Άρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγρος (< αγρός), πρβλ. φίλ αγρος, βό αγρος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
φίλαγρος — ον, Α αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγρός] … Dictionary of Greek