φίλ-ελπις

φίλ-ελπις

φίλ-ελπις, ιδος, gern hoffend, immer hoffend, Phryn. in B. A. 70.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κένελπις — κένελπις, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που τρέφει κενές ελπίδες, αυτός που βαυκαλίζεται με φρούδες ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ελπις (< ἐλπίς), πρβλ. φέρ ελπις, φίλ ελπις] …   Dictionary of Greek

  • φίλελπις — έλπιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να ελπίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐλπίς (πρβλ. εὔ ελπις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”