φίλ-αυλος

φίλ-αυλος

φίλ-αυλος, die Flöte, das Flötenspiel liebend; Μοῦσαι Soph. Ant. 955; δελφίς Eur. El. 435; Sp., Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόαυλος — κακόαυλος, ον (Α) άναυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. μόν αυλος, φίλ αυλος] …   Dictionary of Greek

  • φίλαυλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να παίζει ή να ακούει αυλό («φιλαύλους τ ἠρέθιζε Μούσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αὐλός] …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”